παραλέχομαι

παραλέχομαι
παραλέχομαι ([tense] pres. not found), [voice] Med.,
A lie beside or with, of intercourse with a woman,

ὁ δέ οἱ παρελέξατο λάθρῃ Il.2.515

, cf. 20.224, etc. ; of the woman, lie down beside,

τῷ δὲ Βρισηῒς παρελέξατο 24.676

;

παραλέξομαι ἐν φιλότητι 14.237

;

πὰρ δ' Ἑλένη . . ἐλέξατο Od.4.305

: [dialect] Ep. [tense] aor.

παρέλεκτο h.Ven.167

: Com.,

τυρῷ καὶ μίνθῃ π. καὶ ἐλαίῳ Cratin. 129

(dub.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παραλέχομαι — Α 1. (για παράνομη σαρκική μίξη άντρα) κοιμάμαι κοντά ή μαζί με γυναίκα 2. (για γυναίκα) κοιμάμαι δίπλα σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + λέχομαι «ξαπλώνω στο κρεβάτι»] …   Dictionary of Greek

  • λέχομαι — (Α) 1. ξαπλώνω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ («παιδὸς ἐέργη μυῑαν, ὅθ ἡδέι λέξεται ὕπνῳ», Ομ. Ιλ.) 2. βάζω κάποιον στο κρεβάτι για να κοιμηθεί (α. «λέξον νῡν με τάχιστα», Ομ. Ιλ. β. «ἦτοι ἐγὼ μὲν ἔλεξα Διὸς νόον αἰγιόχοιο», Ομ. Ιλ.) 3. (κατά τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”